- τέζα
- άκλ. (λ. ιταλ.), επίθ. και επίρρ., τεντωμένος, τσιτωμένος, τεντωτά: Το σκοινί είναι τέζα. – Έμεινε τέζα, πέθανε. – Έγινε τέζα στο μεθύσι (μέθυσε πολύ).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.